- παραγίνωμα
- και παραγένωμα, το [παραγίνομαι]το αποτέλεσμα τού παραγίνομαι, υπερβολική ωρίμαση καρπού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερωρίμα(ν)ση — η, Ν (γεωπον.) βιολογικό φαινόμενο που ακολουθεί το στάδιο τής ωρίμασης σε ένα φυτό ή σε μια καλλιέργεια που δεν έχει συγκομιστεί, κν. παραγίνωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερωριμάζω. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
υπερωρίμα(ν)ση — η η υπερβολική ωρίμανση, το παραμέστωμα, το παραγίνωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)